- ανασβολιάζω
- 1. μετ. мешать, препятствовать;2. αμετ. испортиться; измениться к худшему; ανασβόλιασε η μέρα днём погода испортилась
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» … Dictionary of Greek